ωνούμαι

ωνούμαι
-έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, -ένη, -ον, Α
1. αγοράζω
2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω
2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον
β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού
3. αποκτώ, μετά από καταβολή χρημάτων, το δικαίωμα μίσθωσης φόρων ή άλλων δημόσιων προσόδων («τέλη ὠνοῡνται πάρα τῆς πόλεως», Ξεν.)
4. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα, δωροδοκώ κάποιον, κυρίως για να σιωπήσει
5. μτφ. εκκλ. (για τον Χριστό) λυτρώνω, σώζω
6. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ὠνούμενος
ο αγοραστής
7. (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ὁ ἐωνημένος
αυτός που έγινε ιδιοκτήτης, ιδίως δούλου, μετά από την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὠνοῦμαι ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wes-no- «τιμή αγοράς» και συνδέεται με τά: χεττιτ. wasi «αγοράζει», λατ. vēnum, -īre, αρχ. ινδ. vasna- «τιμή» και vasniya- «για πούλημα». Προβλήματα, ωστόσο, παρουσιάζει η μακρότητα τού φωνηεντισμού στον ελλ. τ. ὠνοῦμαι. Κατά μία άποψη, πρόκειται για μετονοματικό παράγωγο τών ουσ. ὦνος ή ὠνή, τών οποίων ο μακρός φωνηεντισμός είναι κληρονομημένος από την Ινδοευρωπαϊκή, όπως ο μακρός φωνηεντισμός τής λ. ὦμος. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. ὠνοῦμαι είναι μεταρρηματικό παράγωγο αμάρτυρου αρχικού ρηματ. τ. με βραχύ φωνηεντισμό (πρβλ. και πωλῶ). Στην περίπτωση αυτή, τα ουσ. ὦνος και ὠνή είναι δευτερογενείς υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὠνοῦμαι. Προβλήματα, επίσης, παρουσιάζει και η απουσία αρκτικού -F- στην επική προσωδία και στον αιολ. τ. ὄννα, αλλά ο τ. βώνυμα «τίμημα» που παραδίδει ο Ησύχιος ως δωρικό και η συλλαβική αύξηση τής αττ. διαλ. (πρβλ. ἐωνήθην, ἐώνημαι) επιβεβαιώνουν την παρουσία αρκτικού -F- στους τ. τής οικογένειας τού ὠνοῦμαι. Ως αόρ. τού ρ. ὠνοῦμαι χρησιμοποιείται ο τ. ἐπριάμην (βλ. λ. πρίαμαι). Το ρ., τέλος, εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή αρσ. σε -ώνης, -ου, με σημ.: α) αυτός που διαπραγματεύεται και διευθετεί αγορές ή μεταπωλήσεις (πρβλ. βο-ώνης, ἐλαι-ώνης, καρπ-ώνης, κοπρ-ώνης, οἰν-ώνης, ὀπωρ-ώνης, ὀψ-ώνης, σιτ-ώνης, χρυσ-ώνης) και β) αυτός που μισθώνει φόρους ή αναλαμβάνει τον διακανονισμό εργασιών οι οποίες χρειάζονται κατακύρωση (πρβλ. ἀλ-ώνης, ἐργ-ώνης, θεατρ-ώνης, τελ-ώνης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὠνοῦμαι — ὠνέομαι buy pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰκ ὠνοῦμαι μύρων δραχμῶν μεταμελίαν. — См. Такой ценою не куплю …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πρίαμαι — Α (αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, έομαι) 1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», Ξεν.) 2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως 3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω… …   Dictionary of Greek

  • ωνώ — έω, ΜΑ (κυρίως κρητ. τ.) (κατά τον Ησύχ. και τον Ζων.) πουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὠνοῦμαι «αγοράζω», προκειμένου το αντίθετο τού ὠνοῦμαι να ανήκει στην ίδια ρίζα (ὠνεῖσθαι / ὠνεῖν, αντί ὠνεῖσθαι / πωλεῖν)] …   Dictionary of Greek

  • такой ценою не куплю — (иноск.) о несоответственной жертве Ср. Чтоб тайный яд страницы знойной Смутил ребенка сон покойный И сердце слабое увлек В свой необузданный поток? О нет! преступною мечтою Не ослепляя жизнь мою, Такой тяжелою ценою Я вашей славы не куплю...… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Такой ценою не куплю — Такой цѣною не куплю (иноск.) о несоотвѣтственной жертвѣ. Ср. Чтобъ тайный ядъ страницы знойной Смутилъ ребенка сонъ покойный И сердце слабое увлекъ Въ свой необузданный потокъ? О нѣтъ! преступною мечтою Не ослѣпляя жизнь мою, Такой тяжелою цѣною …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • LAIS — meretrix nobilissima, quae quaestûs gratiâ ex Sicilia, ubi nata fuit, Corint hum sese contulit. Ad hanc propter insignem pulchritudinem potentissimi quicumque ex omni Graecia conveniebant, nec quispiam admirtebatur, nisi qui dabat quod poposcerat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντωνούμαι — ἀντωνοῡμαι ( έομαι) (Α) [ωνούμαι] 1. αγοράζω κάτι στη θέση αυτού που πούλησα 2. πλειοδοτώ ως αγοραστής 3. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντωνούμενος αντίπαλος αγοραστής, πλειοδότης …   Dictionary of Greek

  • αργυρώνητος — η, ο (AM ἀργυρώνητος, ον) αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος αρχ. ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • βοώνης — βοώνης, ο (Α) στην Αθήνα άρχοντας αρμόδιος να αγοράζει βόδια για θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + ώνης < ωνούμαι «αγοράζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”